αξεδίψαστος

αξεδίψαστος
-η, -ο
εκείνος που δεν ξεδιψά εύκολα: Είχε μια δίψα αξεδίψαστη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αξεδίψαστος — η, ο 1. αυτός που δεν ξεδίψασε 2. ακόρεστος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”